- μαστροπεύω
- (Α μαστροπεύω) [μαστροπός]εκτελώ το έργο τού μαστροπού, είμαι προαγωγός, κάνω τον ρουφιάνο, ωθώ κάποιον σε ασέλγεια, σπρώχνω κάποιον στην πορνεία, εκμαυλίζωαρχ.1. μτφ. παρασύρω, γοητεύω («αἰσθήσεις μαστροπεύειν ἡδονῇ», Φιλ.)2. φρ. «μαστροπεύω τινὰ πρὸς τὴν πόλιν» — παρασύρω κάποιον να ασχοληθεί με τα πράγματα τής πόλης, με την πολιτική.
Dictionary of Greek. 2013.